θέσφατ'

θέσφατ'
θέσφατα , θέσφατος
spoken by God
neut nom/voc/acc pl
θέσφατε , θέσφατος
spoken by God
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… …   Dictionary of Greek

  • λαχανηλόγος — λαχανηλόγος, ὁ (Α) αυτός που μαζεύει λαχανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + λόγος. Το συνδετικό φωνήεν η αντί τού αναμενόμενου ο πιθ. αναλογικά προς άλλα σύνθ. με β συνθετικό ηλόγος (πρβλ. θεσφατ ηλόγος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”